Uploaded by Russian Athens Русские Афины

Βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων

advertisement
Βασίλισσα Όλγα των Ελλήνων
Η μεγάλη Δούκισσα Όλγα Κωνσταντίνοβνα γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου του
έτους 1851 στα ανάκτορα Παβλοβσκ στην Αγία Πετρούπολη. Θυγατέρα του
μεγάλου Δούκα Κωνσταντίνου Νικολάϊεβιτς, δευτερότοκου γιού του Τσάρου
Νικόλαου Α’ της Ρωσίας και της Αλεξάνδρας Ιωσίφοβνας, πριγκίπισσας της
Σαξονίας-Άλτενμπουργκ (Sachen-Altenburg), είχε άλλα τέσσερα αδέρφια, δύο
μεγαλύτερα, τον Δημήτριο και τον Νικόλαο και δύο νεότερα, την Βέρα και τον
Κωνσταντίνο.
Κατά τα πρώτα της παιδικά χρόνια, στην Αγία Πετρούπολη, με την νουθεσία της
παιδαγωγού της, madame Rosalie Possiet, με την οποία αλληλογραφούσε καθ’ όλη
τη διάρκεια της ζωής της, διαμόρφωσε έναν ευαίσθητο, τρυφερό και γλυκό
χαρακτήρα. Σε ηλικία μόλις πέντε ετών ταξιδεύει στο Άλτενμπουργκ μαζί με την
πριγκίπισσα Αλεξάνδρα και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, με στοργή και αγάπη
προσπαθεί να παρηγορήσει την μητέρα της, η οποία ένοιωθε θλίψη, επειδή
αποχωριζόταν τον σύζυγό της και τα άλλα τέσσερα παιδιά της. Στο πλοίο, παίζει με
τους ναύτες και μαθαίνει από αυτούς την πυξίδα, καταφέρνοντας έτσι να
ευθυμήσει την αγαπημένη της μητέρα και να τη διασκεδάσει. Κατά την διαμονή
της στην πατρίδα της μητέρας της, λαμβάνει μαθήματα διαγωγής και
συμπεριφοράς από τις Κυρίες της Τιμής και γνωρίζεται με την υπόλοιπη οικογένειά
της. Αξιολάτρευτη, ευπειθής, χαριτωμένη και απλή, γρήγορα κερδίζει την
συμπάθεια και την αγάπη όλων. Ιδιαίτερη εντύπωση της προκάλεσε η ιστορία της
Ελισάβετ Stuart,την οποία μαθαίνει σε μία επίσκεψή της στο μνημείο της. Η
Ελισάβετ, σε ηλικία μόλις δεκαπέντε ετών πεθαίνει από τη λύπη της ξαπλωμένη
πάνω στο Ευαγγέλιο με το οποίο την είχε ευλογήσει ο πατέρας της λίγο πριν
φυλακισθεί και έπειτα οδηγηθεί στη λαιμητόμο. Μάλιστα την ιστορία αυτή
περιέγραψε στην αλληλογραφία της με την αδερφή της, Βέρα και την ανέφερε σε
διάφορες φάσεις της ζωής της.
Σε ηλικία δώδεκα ετών, ταξιδεύει και διαμένει για έναν χρόνο στην Πολωνία
μαζί με τους γονείς της, καθώς το 1863 ο πατέρας της, μεγάλος δούκας
Κωνσταντίνος, διορίζεται από τον αδερφό του Τσάρο Αλέξανδρο Β’, ως
Αντιβασιλέας της Πολωνίας. Η ζωή τους εκεί θα ταράξει την τρυφερή τότε ψυχή της
καθώς το τεταμένο κλίμα στη χώρα θα προκαλέσει δύο απόπειρες δολοφονίας του
Αντιβασιλέα πατέρα της, από Πολωνούς εθνικιστές.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, στα παλάτια της Αγίας Πετρούπολης καταφθάνει ο
Βασιλιάς Γεώργιος Α’ και αποφασίζεται ο γάμος του με την δούκισσα Όλγα. Όπως η
ίδια αναφέρει σε γράμμα της προς την madame Rosalie Possiet, ποτέ δεν ήθελε να
γίνει βασίλισσα, αλλά όταν γνώρισε την ευγενική μορφή του βασιλιά Γεωργίου,
Willy όπως τον αποκαλούσε, με το υψηλό κομψό ανάστημα και τη θαλερή νεότητά
του, τον συμπάθησε τόσο ώστε η απόφαση των αρραβώνων δεν άργησε να έρθει.
Δεκαέξι ετών τότε, η αιθέρια ύπαρξη της Όλγας μάγεψε ευθύς τον βασιλιά των
Ελλήνων. Οι γάμοι τους τελούνται μεγαλοπρεπώς στις 15/27 Οκτωβρίου και ώρα
11 μ.μ. του έτους 1867 στην αγία Πετρούπολη, στον μεγάλο ναό των Ανακτόρων.
Την ίδια ημέρα εκδίδεται επίσημο πρόγραμμα εορτασμού των γάμων στην Αθήνα,
όπου δέχονται τα ευχάριστα νέα με θέρμη και ενθουσιασμό. Ο ίδιος ο
Αυτοκράτορας Αλέξανδρος, θείος της δούκισσας Όλγας, στην προκήρυξή του για
την τέλεση των γάμων, η οποία αναδημοσιεύεται στην «Εφημερίδα της Μόσχας»,
αναφέρει: «Πρώτη φορά ηγεμονίδα του σεπτού αυτοκρατορικού οίκου της Ρωσίας
νυμφεύεται Βασιλιά κράτους ορθόδοξου. Η Θεία Πρόνοια εξέλεξε
τη
μεγάλη
δούκισσα Όλγα, για να αναζωπυρώσει τις αναμνήσεις οι οποίες συνδέουν τη
Ρωσία με την Ελλάδα και να εμπεδώσει τις αμοιβαίες συμπάθειες των δύο
χωρών.»
Το βασιλικό ζεύγος καταφθάνει στην Αθήνα, στο λιμάνι του Πειραιά στις 11/23
Νοεμβρίου του ίδιου έτους με το ατμοδρομικό «Μεσσολόγγιον», λίγο μετά το
μεσημέρι, όπου το υποδέχεται θερμά σύσσωμος ελληνικός λαός. Όλα τα πλοία
των διαφόρων δυνάμεων που βρίσκονταν τότε στο λιμάνι ρίξανε από 21
κανονιοβολισμούς, ενώ οι ναύτες, κρεμασμένοι στα κατάρτια ζητωκραύγαζαν και
επευφημούσαν την νεαρή βασίλισσα. Εκεί, άκουσαν την προσφώνηση του
Προέδρου της Βουλής και του Δημάρχου του Πειραιά και έπειτα, με άμαξα που την
έσερναν έξι άλογα ξεκίνησαν συνοδευόμενοι από πλήθος λαού, για την εκκλησία
της αγίας τριάδος, όπου προς τιμήν τους είχε στηθεί αψίδα και τους περίμενε ο
μητροπολίτης, η Ιερά Σύνοδος και ο κλήρος. Το ίδιο βράδυ η πόλη φωταγωγήθηκε
και διεξήχθη λαμπαδηδρομία.
Η νέα βασίλισσα σαγηνεύει αμέσως τον Ελληνικό λαό με την αρχοντική μορφή
της, την νεότητα και την ευγένειά της, το απλό της ντύσιμο, την καταδεκτικότητα,
και κυρίως με τη βαθιά πίστη της στο Θεό. Η Ορθόδοξη πίστη της, ήταν το κομμάτι
που τη συνέδεε άμεσα με τον Ελληνισμό, καθώς εφαρμόζοντάς την στη ζωή της
ευεργέτησε την πατρίδα μας, εξωτερικεύοντας έτσι τα ειλικρινή και αγνά
αισθήματα στοργής και αγάπης προς τον λαό μας. Όλοι μιλούσαν με σεβασμό προς
το πρόσωπό της και την ευλάβειά της προς τα θεία καθώς δεν έμεινε ποτέ στα
τυπικά της ορθοδοξίας, αφού ενσωματώνοντας τον θείο Λόγο του Ευαγγελίου στην
καθημερινή της ζωή, άσκησε σημαντικότατη και καινοτόμα φιλανθρωπική δράση
κάνοντας πράξη το «Αγαπάτε αλλήλους».
Την πρώτη κιόλας εβδομάδα μετά την άφιξή της στη χώρα μας, καταπιάστηκε
με την εκμάθηση της Ελληνικής γλώσσας, έχοντας διδασκάλους της στα αρχαία τον
Στέφανο Κουμανούδη και έπειτα τον Ιωάννη Πανταζίδη. Από τις πρώτες ενέργειές
της, ήταν η παροχή περίθαλψης και βοήθειας στα κατατρεγμένα από την
επανάσταση τότε κατά των Οθωμανών, γυναικόπαιδα της Κρήτης προσφέροντας
δεκαπέντε χιλιάδες δραχμές από το ταμείο της και την αυτοπρόσωπη επίβλεψη και
συμμετοχή της στο έργο αυτό. Ακόμη, παίρνει υπό την υψηλή της προστασία το
Αρσάκειο παρθεναγωγείο ύστερα από παράκληση της Φιλεκπαιδευτικής εταιρείας
και κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον της για τα σχολεία αυτά καθώς επισκέπτεται τις
μαθήτριες στα εκπαιδευτικά αυτά ιδρύματα μία η και δύο φορές κάθε χρόνο
ελέγχοντας την πρόοδο τους και τονίζοντας την σημασία τους, καθώς αναγνωρίζει
ότι από αυτά τα σχολεία θα αποφοιτήσουν άξιες δασκάλες, που θα διαδώσουν τις
αξίες του Ελληνισμού και την ορθόδοξη πίστη. Θετική εντύπωση επίσης προκάλεσε
το γεγονός ότι ήρθε στην Ελλάδα μόνη της, χωρίς τη συνοδεία άλλων αυλικών ή
υπηρετών από τη χώρα της, με μόνη συμβουλάτορά της την προχωρημένης ηλικίας
Κυρία της τιμής κόμισσα Κουσελέφ, μία από τις πρώτες και διακρινόμενες για την
ευστροφία τους κυρία της Ρωσικής αριστοκρατίας.
Στις 21 Ιουλίου/2 Αυγούστου του 1868 η Βασίλισσα Όλγα αποκτά το πρώτο της
παιδί, χαρίζοντας στον Γεώργιο τον πρωτότοκο του γιό και στο Ελληνικό Έθνος τον
πολυπόθητο διάδοχο Κωνσταντίνο. Η γέννηση του βασιλόπαιδος Κωνσταντίου
χαροποίησε πολύ τον Ελληνισμό και εορτάστηκε με ενθουσιασμό και συγκίνηση,
καθώς οι Έλληνες έβλεπαν στο πρόσωπο του νεογέννητου τότε διαδόχου
Κωνσταντίνου, την ελπίδα της εκπλήρωσης του εθνικού οράματος της Μεγάλης
Ιδέας και την υπόσχεση της απελευθέρωσης των αλύτρωτων πατρίδων. Στις 22
Αυγούστου του ίδιου έτους ορίστηκε η ημερομηνία της βάπτισής του, επέτειος της
γέννησης της Βασίλισσας, για την οποία βάπτιση, στάλθηκε νερό από τον Ιορδάνη
ποταμό από τα Ιεροσόλυμα, καθώς η σημασία της τελετής και η αξία ενός Έλληνα
ορθόδοξου διαδόχου, από ορθόδοξη μητέρα και με το όνομα αυτό, ήταν τεράστια.
Το επόμενο έτος, στην Κέρκυρα γεννά το δευτερότοκο υιό της, Γεώργιο και το 1870
ευλογείται με μία κόρη, την πανέμορφη, έξυπνη, αγαθή και λαοφιλή πριγκίπισσα
Αλεξάνδρα, που αγαπά την Ελλάδα και καθετί το Ελληνικό, η οποία παντρεύεται
μετέπειτα, τον Μάιο του 1889, στην Αγία Πετρούπολη, τον δούκα της Ρωσίας
Παύλο Αλεξάντροβιτς και της οποίας ο θάνατος σε ηλικία 21 ετών μετά την
απόκτηση δύο παιδιών, συνέτριψε το πανελλήνιο.
Ένα χρόνο αργότερα, το 1871, η Όλγα λαμβάνει τα καθήκοντα της Αντιβασιλείας
για πρώτη φορά, αφού ο σύζυγός της Γεώργιος απουσιάζει στο εξωτερικό. Εκείνη
την περίοδο, γίνεται γνωστό, πως ιδίως στη Κέρκυρα, πολλοί άποροι γονείς που
δεν είχαν την δυνατότητα να συντηρήσουν τις κόρες τους, θέλοντας και μη, τις
έστελναν στα σχολεία των καθολικών Καλογριών όπου οι Ελληνίδες μαθήτριες
δέχονταν πίεση και τελικώς πείθονταν να ασπαστούν τον Καθολικισμό. Μόλις το
έμαθε, η Βασίλισσα Όλγα, προστάτιδα της ορθοδοξίας, έσπευσε να πάρει κάτω
από την σκέπη της τα κορίτσια αυτά και με δικά της έξοδα αναλάμβανε τις
υποτροφίες της φοίτησής τους στα ιδιωτικά παρθεναγωγεία της Αθήνας όπως το
Αρσάκειο, μέχρι την αποπεράτωση των σπουδών τους σύμφωνα με το Ορθόδοξο
δόγμα και τις Ελληνικές παραδόσεις.
Τον Μάιο του ίδιου έτους, με κόστος τριακοσίων χιλιάδων δραχμών, αγοράζεται
το κτήμα του Τατοϊου, η θερινή κατοικία της βασιλικής οικογένειας και το 1972 ένα
ακόμα παιδί προστίθεται στην οικογένεια, ο πρίγκιπας Νικόλαος, ο οποίος
προικισμένος με καλλιτεχνική φλέβα γίνεται ζωγράφος και συγγραφέας. Η
οικογένεια διάγει βίο απλό, λιτό, αναθέτει την ανατροφή των βασιλοπαίδων σε
άξιους παιδαγωγούς και καθώς τα πριγκιπόπουλα παίζουν ελεύθερα στα δάση, ο
Βασιλιάς Γεώργιος υπερήφανος για το κτήμα του, εποπτεύει συστηματικά τις
φυτείες, στις οπίες βρίσκουν καλά αμειβόμενη εργασία οι άνθρωποι της περιοχής.
Τον Φεβρουάριο του 1876 η Όλγα αποκτά την δεύτερή της κόρη, Μαρία, η οποία
εύθυμη και ζωηρή γεμίζει χαρά την οικογένεια. Ωστόσο, το 1880, η Βασίλισσα
γεννά την άτυχη μικρή της κόρη, πριγκίπισσα Όλγα η οποία επτά μήνες μετά την
γέννησή της φεύγει από τη ζωή και τα μάτια της μητέρας Όλγας σκιάζονται από το
πένθος. Δύο χρόνια αργότερα, ο Θεός της στέλνει σαν παρηγοριά έναν ακόμη γιό,
τον Ανδρέα και μετέπειτα το 1888 γεννιέται ο τελευταίος και μικρότερος γιός της
Χριστόφορος. Στο Τατόι κατάφερε να ξεπεράσει την μελαγχολία και τη νοσταλγία
για την αγαπημένη της πατρίδα, την οποία λόγω του μητρικού της ρόλου δεν είχε
καταφέρει να επισκευθεί μέχρι τότε. Απαλλαγμένη από τα καθήκοντα του
νοικοκυριού, καθώς ο Βασιλιάς Γεώργιος είχε προσλάβει ειδικό προσωπικό για την
επίβλεψη των γευμάτων και του σπιτιού, αφοσιώνεται στο μεγάλο έργο της, την
φιλανθρωπία.
Η φιλανθρωπική της δράση ξεκινά με την άφιξή της στην Ελλάδα το 1867 αλλά
συστηματοποιείται τον Απρίλιο του 1872, όταν ιδρύει τον πρώτο «Σύλλογο των
Κυριών υπέρ της γυναικείας εκπαίδευσης», έργο του οποίου ήταν το εργαστήριο
των απόρων γυναικών, μία πρωτοβουλία που παρείχε περίθαλψη, μόρφωση και
εργασία στις άπορες γυναίκες της εποχής, προσφέροντάς τους έτσι την δυνατότητα
όχι μόνο της επιβίωσης στην σκληρή τότε κοινωνία, αλλά και της προσωπικής
εξέλιξης. Στο εργαστήριο αυτό βρήκαν καταφύγιο και ανακούφιση πολλές γυναίκες
της εποχής, συμβάλλοντας έτσι στην ανάπτυξη της δράσης του.
Η Βασίλισσα Όλγα, θέλοντας να εφαρμόσει το καταστατικό του Συλλόγου
σχετικά με την εκπαίδευση και εξειδίκευση νοσοκόμων, στόχος ο οποίος
επανειλημμένως αναβαλλόταν λόγω έλλειψης πόρων, ανέλαμβάνει προσωπικώς
τις δαπάνες για την ίδρυση εκπαιδευτηρίου προσφέροντας ολόκληρο τον
απαιτούμενο για την εκπαίδευση εξοπλισμό. Όμως δεν σταματά εκεί. Για την
μόρφωση νοσοκόμων, απαιτείται και χρειάζεται νοσοκομείο. Έτσι, με δικές της
πάλι δαπάνες ιδρύει τον πυρήνα του νοσοκομείου «Ευαγγελισμός» και με την
γενναιόδωρη συνεισφορά συγγενών της από την Ρωσία και των ομογενών Ελλήνων
του εξωτερικού μεταμορφώνεται σε ένα από τα καλύτερα νοσοκομεία της
Ευρώπης εκείνης της εποχής, άρτια εξοπλισμένο και έτοιμο να περιθάλψει
αναρίθμητους ασθενείς. Με το νοσοκομείο αυτό ασχολείται τακτικά συμβάλλοντας
η ίδια με την προσωπική της παρουσία πολύ συχνά στην θεραπεία των ασθενών
και την παρηγοριά των συγγενών τους. Ανήγειρε επίσης και το Ρωσικό νοσοκομείο
στον Πειραιά, εις μνήμην της κόρης της, Αλεξάνδρας, όπου νοσηλεύονταν οι
ασθενείς ναύτες των διερχομένων ρωσικών πλοίων, όπως και στρατιωτικά
νοσοκομεία και με δικά της πάλι έξοδα το τμήμα εξωτερικών απόρων του
Οφθαλμιατρείου, όπου έβρισκαν φροντίδα καθημερινά χιλιάδες πάσχοντες στα
μάτια άποροι.
Εκτός από την περίθαλψη των ασθενούντων στο σώμα, μεγάλο ενδιαφέρον
δείχνει για την περίθαλψη των ψυχικά δεινοπαθούντων φυλακισμένων, των
οποίων τις πληγές σκοπεύει να θεραπεύσει με τον Θείο Λόγο του Ευαγγελίου,
ζεσταίνοντας τις καρδιές τους με την αγάπη και το φώς του Σωτήρος Χριστού. Για
αυτό το σκοπό λοιπόν ιδρύει την «Εν χριστώ Αδελφότητα» η οποία αναλαμβάνει
την κατήχηση των φυλακισμένων αλλά και την βελτίωση των συνθηκών κράτησής
τους. Σχηματίζεται έτσι, με την δωρεά του Γεωργίου Αβέρωφ προς την Όλγα το
«Εφηβείο Αβέρωφ», ξεχωριστό τμήμα φυλακών όπου θα κρατούνται μόνο οι
παραστρατημένοι έφηβοι, με σκοπό την αποφυγή της αλληλεπίδρασής τους με
εγκληματίες των οποίων η σκληρότητα θα επηρεάζει αρνητικά όποιονδήποτε
συναναστρεφόταν μαζί τους. Εκεί, οι νέοι παρακολουθούν κανονικά τα σχολικά
μαθήματα και αποκτούν την απαραίτητη μόρφωση έτσι ώστε μετά την εκτέλεση
της ποινής τους εκεί να μπορούν να ενσωματωθούν και να συνεισφέρουν ξανά
στην κοινωνία ως ενεργά μέλη. Ακόμη, έπειτα από δωρεά του Τσάρου Νικολάου
του Β’ ιδρύει τις γυναικείες φυλακές, τις οποίες μαζί με το Εφηβείο, παραχωρεί στο
Ελληνικό Κράτος.
Όταν κατά το ατυχές έτος του 1897 η Βασίλισσα με λύπη διαπιστώνει την άγνοια
του λαού πάνω στα τα λεγόμενα του Ευαγγελίου, συλλαμβάνει την ιδέα της
μετάφρασής του στη δημοτική, έτσι ώστε τα ιερά αυτά κείμενα και η διδασκαλία
της Αγάπης να γίνει προσιτή και γνωστή στο λαό. Έτσι, με την ενθάρρυνση του
Μητροπολίτη Αθηνών Προκόπιου, στέλνει σχετική επιστολή στην Ιερά σύνοδο,
συνοδευόμενη από την μετάφραση τεσσάρων ευαγγελικών περικοπών,
αναμένοντας την έγκρισή τους. Τέσσερις μήνες αργότερα η απάντηση επιτέλους
φθάνει στα χέρια της Βασίλισσας, και προς μεγάλη απογοήτευσή της είναι
αρνητική. Ωστόσο η Βασίλισσα δεν πτοείται. Συγγράφει νέα επιστολή, με την οποία
παραθέτει ξανά τους λόγους για τους οποίους θεωρεί την μετάφραση του
Ευαγγελίου αναγκαία για τον Ελληνικό λαό. Η δεύτερη απάντηση είναι εκτενής και
αρνητική. Παρά ταύτα, η Βασίλισσα αποφασίζει να εκδώσει και να κυκλοφορήσει
με δική της δαπάνη για τον Ελληνικό λαό αντίτυπα της μετάφρασης. Λίγο καιρό
αργότερα, τυγχάνει να μεταφράζει το Ευαγγέλιο και ο Αλέξανδρος Πάλλης, γεγονός
που προκαλεί πολλές αντιδράσεις και οδηγεί στην εξέγερση των φοιτητών που
στράφηκαν εναντίον της Βασίλισσας Όλγας καθώς εκείνη ήταν η προκάτοχος της
ιδέας. Τον Νοέμβριο του 1901 η εξέγερση αυτή μεταβάλλεται σε ολόκληρο κίνημα,
το οποίο αναγκάζει την κυβέρνηση Θεοτόκη να παραιτηθεί και καταπνίγει
οποιαδήποτε πρωτοβουλία σχετικά με την μετάφραση του Ευαγγελίου. Μπορεί να
μην κατάφερε να εκπληρώσει την επιθυμία της αυτή, ωστόσο εκδίδει το
χριστιανικό περιοδικό «Χείρ Βοηθείας» καθώς και μεταφράσεις παιδικών
χριστιανικών βιβλίων.
Με το τέλος των Βαλκανικών πολέμων 1912-1913 η Βασίλισσα δεν προλαβαίνει
να χαρεί τις νίκες των ελλήνων καθώς το μαύρο χρώμα του πένθους την σκεπάζει.
Η είδηση της δολοφονίας του συζύγου της, Βασιλιά Γεώργιου Α’ την καταρρακώνει.
Υπομένει με καρτερία την απώλεια του άντρα της προκαλώντας έτσι το σεβασμό
όλων. Η Όλγα επισκέπτεται κάθε μέρα τον τάφο του άντρα της στο Τατόι και
προσεύχεται σιωπηλά. Στέλνει η ίδια ως συγχώρεση στον δολοφόνο του άνδρα της,
Αλέξανδρο Σχινά που κρατούταν στη φυλακή, μία καινή Διαθήκη και ένα τεύχος
από το περιοδικό «Χείρ Βοηθείας» αλλά αρνείται να τον δει.
Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος την βρίσκει στην Αγία Πετρούπολη όπου και
διαμένει καθώς μαθαίνει τα δυσάρεστα νέα της πυρκαγιάς στο θερινό ανάκτορο
του Τατοίου. Μετά την πτώση του Τσαρικού καθεστώτος στην Ρωσία οδηγείται
στην Ελβετία με την βοήθεια των γερμανικών αρχών όπου είναι εξόριστος και ο
βασιλιάς Κωνσταντίνος. Εκεί μαθαίνει τα νέα για την επικίνδυνη ασθένεια του
βασιλέως Αλεξάνδρου Α’ της Ελλάδος και της παραχωρείται η άδεια να τον
επισκεφθεί. Δυστυχώς όμως θα φθάσει στην Αθήνα λίγες ώρες μετά τον θάνατο
του γιού της. Με την ήττα του Ελευθέριου Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και τον
σχηματισμό κυβέρνησης υπό τον Δημήτριο Ράλλη , η βασίλισσα Όλγα θ’ αναλάβει
την αντιβασιλεία υπο έκτακτες για το έθνος συνθήκες μέχρι την επάνοδο στον
θρόνο του υιού της, Κωνσταντίνου. Κατά την μικρασιατική καταστροφή η Όλγα
βρίσκεται στο εξωτερικό για την θεραπεία ενός οφθαλμολογικού προβλήματός της.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής της τα περνάει στη Ρώμη, μαζί με τον νεότερο γιό
της βασιλιά Χριστόφορο. Απεβίωσε στις 18 Ιουνίου 1826. Η σορώς μεταφέρθηκε
στην κρύπτη της Ρωσικής εκκλησίας στη Φλωρεντία και μεταφέρθηκε στο τατόι το
1963.
Download